- κρυφανοίγω
- κρυφάνοιξα, κρυφανοίχτηκα, κρυφανοιγμένος, ανοίγω κρυφά, χωρίς να με αντιληφθούν.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κρυφανοίγω — ανοίγω κάτι κρυφά, χωρίς να μέ αντιληφθούν … Dictionary of Greek
κρυφ(ο)- — (AM κρυφ[ο] ) πρώτο συνθετικό πολλών λέξεων τής Ελληνικής που σημαίνουν ότι αυτό που δηλώνεται από το β συνθετικό γίνεται κρυφά, συγκεκαλυμμένα, με τρόπο ώστε να μην γίνει αντιληπτό (πρβλ. κρυφο γελώ, κρυφο λαλιά). Προέρχεται από το επίθετο… … Dictionary of Greek
κρυφάνοιγμα — το [κρυφανοίγω] κρυφό άνοιγμα κλειστού πράγματος, χωρίς να τό αντιληφθεί άλλος … Dictionary of Greek
κρυφάνοιγμα — το, ατος το αποτέλεσμα του κρυφανοίγω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)